- ζωόφθαλμον
- ζωόφθαλμον, τό,= ἀείζωον τὸ μέγα, Dsc.4.88.2 = leaf-rosette, Plin.HN25.160.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωόφθαλμον — ζῳόφθαλμον, τό (Α) 1. το φυτό αείζωον το μέγα 2. φύλλο ρόδακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + οφθαλμός] … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek